ομιλήτρια

ομιλήτρια
η (ΑΜ ὁμιλήτρια)
βλ. ομιλητής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὁμιλητρίας — ὁμιλητρίᾱς , ὁμιλήτρια fem acc pl ὁμιλητρίᾱς , ὁμιλήτρια fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομιλητής — ο, θηλ. ομιλήτρια (ΑΜ ὁμιλητής, θηλ. ὁμιλήτρια) [ομιλώ] νεοελλ. πρόσωπο που ομιλεί για κάποιο θέμα, συν. σε συγκέντρωση, αγορητής μσν. αρχ. ακροατής, μαθητής («ἀλλὰ Κρίτων τε Σωκράτους ἦν ὁμιλητής», Ξεν.) αρχ. 1. διδάσκαλος, κήρυκας 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”